- ευρυνεφής
- εὐρυνεφής, -ές (Α)αυτός που έχει πλατιά σύννεφα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + -νεφης (< νέφος), πρβλ. ερυθρο-νεφής, πυκνο-νεφής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐρυνεφής — lord of spreading clouds masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυνεφεῖ — εὐρυνεφής lord of spreading clouds masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) εὐρυνεφής lord of spreading clouds masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργινεφής — ἀργινεφής ( οῡς), ές (Α) λευκός σαν σύννεφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αργι * + νεφής < νέφος (πρβλ. ευρυνεφής, κελαινεφής κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek